Έχουν πραγματοποιηθεί διάφορες μελέτες για την ανθεκτικότητα του κορωνοϊού σε διάφορε επιφάνειες, γεγονός που εφιστά την προσοχή όλων μας για την καθαριότητα και την σχολαστική τήρηση των μέτρων προστασίας.
Δείτε σε μερικές επιφάνειες
-πλαστικές και μεταλλικές επιφάνειες για 6 ημέρες,
-σε χαρτονομίσματα για 3 ημέρες,
-στις χειρουργικές μάσκες τουλάχιστον για 7 ημέρες,
-στο δέρμα 4 ημέρες,
-στα ρούχα λιγότερο από 8 ώρες.
Ενώ τα δεδομένα αυτά συνηγορούν υπέρ της επιβίωσης του κορωνοϊού στις επιφάνειες, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι μολύνονται από επιφάνειες, όπως το χερούλι μίας πόρτας. Και αυτό γιατί οι μελέτες αυτές της επιβίωσης του ιού, όχι μόνο χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες του ιού αλλά και ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, διευρύνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ πειραματικών και πραγματικών συνθηκών ακόμα περισσότερο.
Τι έδειξε έρευνα για τα έπιπλα
Σε μία μελέτη του Assuta Ashod πανεπιστημιακού νοσοκομείου στο Ισραήλ όπου προσπάθησαν οι ερευνητές να εντοπίσουν ζωντανό τον ιό στα πράγματα ασθενών και στα έπιπλα σε μονάδες απομόνωσης και ξενοδοχεία καραντίνας, τα μισά δείγματα από τα νοσοκομεία και το ένα τρίτο των ξενοδοχείων ήταν θετικά, αλλά δεν ήταν ικανά να μολύνουν κύτταρα.
Το 1987 ερευνητές του πανεπιστημίου του Wisconsin-Madison έβαλαν υγιή άτομα να παίξουν χαρτιά στον ίδιο χώρο με άτομα μολυσμένα με ρινοϊό. Όταν τα υγιή άτομα είχαν περιορισμένα τα χέρια τους ώστε να μην μπορούν να αγγίζουν το πρόσωπο τους ή να ακουμπούν τις επιφάνειες, οι μισοί νόσησαν. Ένα παρόμοιο νούμερο μη περιορισμένων εθελοντών νόσησε. Όταν δόθηκαν σε υγιείς εθελοντές μάρκες και χαρτιά τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί και στα οποία είχαν βήξει ασθενείς με ρινοϊό, και τους ώθησαν να ακουμπούν τη μύτη και τα μάτια τους όσο παίζουν χαρτιά κανείς δεν νόσησε. Αυτά τα πειράματα έδωσαν ισχυρό έρεισμα στην θεωρία, ότι οι ρινοϊοί μεταδίδονται αερογενώς, αλλά τέτοια πειράματα θα ήταν ανήθικα για τον SARS-CoV-2, λόγω της φονικής δυναμικής του ιού.
Σε μία μελέτη που διενεργήθηκε από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο στο Tufts University στη Μασαχουσέτη, οι ερευνητές έπαιρναν καθημερινά δείγματα από εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, προκειμένου να ανιχνεύσουν το γενετικό υλικό του ιού. Με βάση τα επίπεδα RNA του ιού και το πόσο συχνά οι άνθρωποι άγγιζαν τις επιφάνειες αυτές υπολόγισαν τον κίνδυνο λοίμωξης από μολυσμένη επιφάνεια σε λιγότερο από 5 ανά 10000, δηλαδή είναι εφικτή αλλά σπάνια. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν για να ελέγξουν την πανδημία, που ήταν κυρίως η απολύμανση των επιφανειών, ήταν ελάχιστα αποτελεσματικά, ενώ οι κοινωνικές αποστάσεις, ο περιορισμός των ταξιδιών και τα Lockdown ήταν πολύ πιο αποδοτικά.